- μυχμος
- μυχμόςὅ аханье, стоны, вопли
(μ. τε στοναχή τε Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μ. τε στοναχή τε Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μυχμός — μυχμός, ὁ (Α) αναστεναγμός («μυχμῷ τε στοναχῇ τε δόμων προπάροιθ Ὀδυσῆος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μυγμός] … Dictionary of Greek
μυχμός — moaning masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχμῷ — μυχμός moaning masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχμόν — μυχμός moaning masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυγμός — μυγμός, ὁ (Α) 1. (γενικά) ήχος που παράγεται από τη μύτη με κλειστό το στόμα, μούγκρισμα, βογγητό 2. (ειδικά) ο ήχος που παράγει το ψάρι γλάνις («γινώσκεται γὰρ ὑπό τῶν ἁλιέων οὗ ἂν τύχῃ ᾠοφυλακῶν ἐρύκων γὰρ τὰ ἰχθύδια ᾄττει, καὶ ἦχον ποιεῑ καὶ… … Dictionary of Greek